- πετσόκομμα
- τοη πράξη και το αποτέλεσμα του πετσοκόβω, σφαγή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατακομμάτιασμα — το [κατακομματιάζω] 1. ο κατακερματισμός, το πετσόκομμα 2. ο θρυμματισμός, ο τεμαχισμός … Dictionary of Greek
πελέκημα — το, ΝΜΑ [πελεκώ] κομμάτι πελεκημένου ξύλου, πελεκούδι νεοελλ. 1. η κοπή ξύλων με τον πέλεκυ 2. η κατεργασία ξύλου με αιχμηρό όργανο ή με πέλεκυ 3. μτφ. α) ξυλοφόρτωμα, ξυλοκόπημα β) εξόντωση, πετσόκομμα … Dictionary of Greek